τυφεκιοφόρος

τυφεκιοφόρος
και, σπαν., τουφεκιοφόρος, ο, Ν
στρατιώτης οπλισμένος με τυφέκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκι(ον) + -φόρος*. Ο τ. τυφεκιοφόροι μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Σκιπετάρης — ο, Ν Αλβανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. schioppetto «τουφέκι» + άρης, με αρχική σημ. «τυφεκιοφόρος»] …   Dictionary of Greek

  • τουφεκιοφόρος — ο, Ν (σπάν. τ.) βλ. τυφεκιοφόρος …   Dictionary of Greek

  • Χάκκας, Μάριος — (Μακρακώμη, Φθιώτιδας 1931 – Αθήνα 1972). Λογοτέχνης. Διώχτηκε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του και φυλακίστηκε επί 4 χρόνια, γεγονός που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στην Πάντειο. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και, για μικρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”